- ἐφημερίδος
- ἐφημερίςdiaryfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Фармакидис, Феоклит — Художник Тсокос, Дионисиос Феоклит Фармакидис Феоклит Фармакидис (греч … Википедия
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Φαρμακίδης, Θεόκλητος — (Νιμπεγλέρ, Θεσσαλία 1784 – Αθήνα 1860). Λόγιος κληρικός, πρωτοπόρος δημοσιογράφος και ο τελευταίος εκπρόσωπος της φιλελεύθερης πνευματικής παράδοσης του Κοραή. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του και στη Λάρισα συμπλήρωσε αργότερα στη Μεγάλη… … Dictionary of Greek
Нирванас, Павлос — Павлос Нирванас . Павлос Нирванас (греч. Παύλο … Википедия
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
Αναγνωστάκης, Ανδρέας — (Αντικύθηρα 1826 – Αθήνα 1897).Οφθαλμίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Το 1854, διορίστηκε διευθυντής του Οφθαλμιατρείου και το 1856 καθηγητής της οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1897,… … Dictionary of Greek
Δαμβέργης, Ιωάννης — (Ηράκλειο Κρήτης 1862 – Αθήνα 1938). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μετά την αποφοίτησή του ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Εβδομάς και, για ένα διάστημα, της… … Dictionary of Greek
Παδοβάνης, Μάρκος Ιερώνυμος — (1784 – 1858). Έλληνας λόγιος από την Kέρκυρα. Μετά τις σπουδές του στη Νάπολη της Ιταλίας και τη Λισαβόνα (φιλολογία, μαθηματικά, μηχανική) επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου ίδρυσε σχολή ξένων γλωσσών (1810). Διετέλεσε συντάκτης της Ιονίου εφημερίδος … Dictionary of Greek
Πιττάκης, Κυριάκος — (1798 – 1863). Έλληνας αρχαιολόγος. Διετέλεσε έφορος αρχαιοτήτων Αττικής και από το 1836 γενικός έφορος αρχαιοτήτων. Στον Π. οφείλεται κυρίως η ίδρυση της Αρχαιολογικής Εφημερίδος (1837) και των Αρχαιολογικών Πρακτικών (1846). Έγραψε περί των… … Dictionary of Greek